3,274,216
edits
(6_15) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπόθηλος''': -ον, (θηλὴ) ἐστερημένος τῆς θηλῆς, τοῦ μαστοῦ, ἐπὶ χοιριδίων γεννηθέντων κατὰ τὸν χειμῶνα, [[ἅπερ]] ἀπωθοῦσιν αἱ μητέρες αὐτῶν, [[διότι]] οἱ μαστοὶ αὐτῶν σπανίζουσι γάλακτος, Γεωπ. 19. 6. 8· πρβλ. [[μετάχοιρον]], [[λιπογάλακτος]]. | |lstext='''λῐπόθηλος''': -ον, (θηλὴ) ἐστερημένος τῆς θηλῆς, τοῦ μαστοῦ, ἐπὶ χοιριδίων γεννηθέντων κατὰ τὸν χειμῶνα, [[ἅπερ]] ἀπωθοῦσιν αἱ μητέρες αὐτῶν, [[διότι]] οἱ μαστοὶ αὐτῶν σπανίζουσι γάλακτος, Γεωπ. 19. 6. 8· πρβλ. [[μετάχοιρον]], [[λιπογάλακτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιπόθηλος]], -ον (Μ)<br />(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν [[κατά]] τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η [[μητέρα]] τους από τη [[θηλή]] του μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος της θηλής του μαστού, στερημένος του μαστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηλος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[θηλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεό</i>-<i>θηλος</i>, <i>ομό</i>-<i>θηλος</i>]. | |||
}} | }} |