Anonymous

λιποθυμία: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[λειποθυμία]];<br />manque de courage.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θυμός]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[λειποθυμία]];<br />manque de courage.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θυμός]].
}}
{{grml
|mltxt=και λιποθυμιά και [[λιγοθυμιά]], η (AM [[λιποθυμία]]) [[λιποθυμώ]]<br />απότομη και παροδική [[αδιαθεσία]] που συνοδεύεται από [[ωχρότητα]], [[εφίδρωση]], [[βόμβο]] τών αφτιών, διαταραχές της όρασης και, [[συχνά]], [[απώλεια]] συνειδήσεως μικρής διάρκειας και η οποία οφείλεται σε ανοξαιμία του εγκεφάλου.
}}
}}