Anonymous

λιμενορμίτης: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait aborder au port.<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]], [[ὅρμος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait aborder au port.<br />'''Étymologie:''' [[λιμήν]], [[ὅρμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμενορμίτης]] και λιμενίτας, -ου, ὁ (Α)<br />([[επίκληση]] του Πριάπου) ο [[θεός]] τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί [[προς]] τα λιμάνια και τους όρμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρμίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]])].
}}
}}