Anonymous

λόγχιμος: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de lance.<br />'''Étymologie:''' [[λόγχη]].
|btext=η, ον :<br />de lance.<br />'''Étymologie:''' [[λόγχη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λόγχιμος]],-ον (Α) [[λόγχη]]<br />αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]] ή προέρχεται από [[λόγχη]] («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}