Anonymous

λογικός: Difference between revisions

From LSJ
2,636 bytes added ,  29 September 2017
23
(T21)
(23)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=λογικη, λογικόν (from [[λόγος]] [[reason]]) (Tim. Locr., [[Demosthenes]], others), [[rational]] (Vulg. rationabilis); [[agreeable]] to [[reason]], [[following]] [[reason]], [[reasonable]]: [[λατρεία]] λογικη, the [[worship]] [[which]] is rendered by the [[reason]] or [[soul]] (`[[spiritual]]'), λογικη καί [[ἀναίμακτος]] [[προσφορά]], of the [[offering]] [[which]] angels [[present]] to God, Test xii. Patr. ([[test]]. Levi § 3), p. 547, Fabric. edition; (cf. [[Athenagoras]], suppl. pro Christ. § 13at the [[end]])); τό λογικόν [[γάλα]], the [[milk]] [[which]] nourishes the [[soul]] ([[see]] [[γάλα]]), λογικη [[τροφή]], Eus. h. e. 4,23at the [[end]]).
|txtha=λογικη, λογικόν (from [[λόγος]] [[reason]]) (Tim. Locr., [[Demosthenes]], others), [[rational]] (Vulg. rationabilis); [[agreeable]] to [[reason]], [[following]] [[reason]], [[reasonable]]: [[λατρεία]] λογικη, the [[worship]] [[which]] is rendered by the [[reason]] or [[soul]] (`[[spiritual]]'), λογικη καί [[ἀναίμακτος]] [[προσφορά]], of the [[offering]] [[which]] angels [[present]] to God, Test xii. Patr. ([[test]]. Levi § 3), p. 547, Fabric. edition; (cf. [[Athenagoras]], suppl. pro Christ. § 13at the [[end]])); τό λογικόν [[γάλα]], the [[milk]] [[which]] nourishes the [[soul]] ([[see]] [[γάλα]]), λογικη [[τροφή]], Eus. h. e. 4,23at the [[end]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λογικός]], -ή, -όν [[λόγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ορθό]] λόγο, σωστή [[κρίση]], ορθή [[σκέψη]], αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί [[ορθά]] (α. «[[λογικό]] ον» β. «ο [[πατέρας]] μου [[είναι]] [[λογικός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> ο [[έλλογος]], αυτός που ενέχει [[λογική]], που γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του ορθού λόγου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέτριος]], [[κανονικός]], μη [[υπερβολικός]], [[μετριοπαθής]], [[μετρημένος]] («[[λογική]] [[τιμή]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λογικά</i><br />οι αισθήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φέρνω]] τὰ λογικὰ (κάποιου)» — [[βοηθώ]] κάποιον να επανακτήσει τις αισθήσεις του<br />β) «[[χάνω]] τὰ λογικὰ μου» — ζαλίζομαι, μπερδεύομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον λόγο («μέρεσι λογικοῑς γέγονεν ήχεῑν καὶ διαλέγεσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εύλογος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[διάνοια]], [[πνευματικός]] («λογικαὶ ἀρεταί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ευγλωττία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει στον πεζό λόγο<br /><b>3.</b> αυτός που γράφει σε πεζό λόγο («καὶ οὗτοι μέν λογικοί<br />ποιηταὶ δέ», Διογ. Λαέρτ.)<br /><b>4.</b> [[διαλεκτικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «λογικὴ [[αἵρεσις]]» — η [[δογματική]] ιατρική [[σχολή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λογικῶς</i> και -<i>ά</i> (AM λογικῶς)<br />με [[λογικό]] τρόπο, με [[λογική]] [[σκέψη]], σύμφωνα με τη [[λογική]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατά]] [[λογική]] [[ακολουθία]], [[κατά]] [[λογική]] [[συνέπεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[λογική]], ορθή [[συζήτηση]], διαλεκτικά.
}}
}}