3,274,447
edits
(6_11) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λορδός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ [[σῶμα]] κυρτὸν πρὸς τὰ ἐμπρὸς οὕτω πως [[ὥστε]] τὸ [[στῆθος]] νὰ ἐξέχῃ καὶ νὰ ἀποτελῇ [[κύρτωμα]], ἀντίθ. τῷ [[κυφός]], Ἱππ. Ἀγμ. 763, πρβλ. π. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 7. 7. | |lstext='''λορδός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ [[σῶμα]] κυρτὸν πρὸς τὰ ἐμπρὸς οὕτω πως [[ὥστε]] τὸ [[στῆθος]] νὰ ἐξέχῃ καὶ νὰ ἀποτελῇ [[κύρτωμα]], ἀντίθ. τῷ [[κυφός]], Ἱππ. Ἀγμ. 763, πρβλ. π. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 7. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λορδός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός του οποίου η σπονδυλική [[στήλη]] [[είναι]] κυρτή [[προς]] τα [[εμπρός]], με [[αποτέλεσμα]] να εξέχει το [[στήθος]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον κυφό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>lord</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lerd</i>- «[[κάμπτω]], κυρτώνομαι» και συνδέεται με αρμ. <i>lorc</i>-<i>k</i>' «[[οπισθότονος]], [[κάμψη]] της ράχης ώστε η [[κεφαλή]] να γέρνει [[προς]] τα [[πίσω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και [[λόρδωσις]]), με κελτ. <i>loirc</i> «[[κυρτός]] [[πους]]», μέσ. άνω γερμ. <i>lerz</i>, <i>lurź</i> «[[κυρτός]], [[αριστερός]]», αγγλοσαξ. <i>lort</i> «[[κυρτός]]»]. | |||
}} | }} |