3,277,637
edits
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=désirer vivement, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> λίπτομαι (<i>part. pf.</i> [[λελιμμένος]]) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Λιπ. | |btext=désirer vivement, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> λίπτομαι (<i>part. pf.</i> [[λελιμμένος]]) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Λιπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> (ενεργ<br />και μέσ.) [[επιθυμώ]] σφοδρά<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[λίπτομαι]]<br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]] («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης [[λελιμμένος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lip</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leip</i>- «[[ποθώ]], [[ζητώ]] από κάποιον» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>liepiu</i>, <i>liĕpti</i> «[[επιβάλλω]], [[κυβερνώ]]», αρχ. πρωσ. <i>pallaips</i> «[[τάξη]]», λ. που απέχουν σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. [[είναι]] [[συγγενής]] με σλοβακ. <i>lipiet</i>, <i>lipnut</i> «[[επιθυμώ]] διακαώς» που συνδέονται με άλλες σλαβ. λ. με σημ. «[[κολλάω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[λίπα]]. Επομένως, [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, η λ. μπορεί να ανήκει στην [[ίδια]] λεξιλογική [[οικογένεια]] με τα [[λίπα]], [[λιπαρός]], με διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Η [[άποψη]] αυτή προσκρούει στο ότι ο τ. [[λίπτω]] έχει -<i>ῑ</i>, ενώ το [[λιπαρός]] -<i>ĭ</i>-, αν και η [[μακρότητα]] του [[λίπτω]] μπορεί να οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]]]. | |||
}} | }} |