3,277,759
edits
(6_15) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λιθουλκός]], ὁ, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60. | |lstext='''λῐθουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λιθουλκός]], ὁ, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό (AM [[λιθουλκός]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λιθουλκός]]<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύλληψη]] και [[εξαγωγή]] λίθου σχηματισμένου σε [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το [[λατομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμβρυ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ουλκός</i>]. | |||
}} | }} |