Anonymous

λυπησίλογος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_18)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡπησίλογος''': -ον, προξενῶν λύπην διὰ τῶν λόγων [[αὐτοῦ]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 42.
|lstext='''λῡπησίλογος''': -ον, προξενῶν λύπην διὰ τῶν λόγων [[αὐτοῦ]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 42.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυπησίλογος]], -ον (Α)<br />αυτός που με τα [[λόγια]] του προξενεί [[λύπη]], [[ενόχληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυπησ</i>- του αορ. του <i>λυπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}