Anonymous

λύκοψις: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> lycopsis (<i>c.</i> [[λύκαψος]]);<br /><b>2</b> <i>pê autre nom de la plante</i> [[ἄγχουσα]].<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[ὄψομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> lycopsis (<i>c.</i> [[λύκαψος]]);<br /><b>2</b> <i>pê autre nom de la plante</i> [[ἄγχουσα]].<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[ὄψομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύκοψις]] και λυκοψίς, -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λύκαψος]].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο [[γένος]] άγχουσα.
}}
}}