3,273,297
edits
(Autenrieth) |
(23) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[martial]] [[rage]]. (Il.) | |auten=[[martial]] [[rage]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[λύσσα]], Α αττ. τ. [[λύττα]])<br /><b>1.</b> οξύ, [[κατά]] κανόνα θανατηφόρο, ιογενές λοιμώδες [[νόσημα]] του κεντρικού νευρικού συστήματος που μεταδίδεται [[μεταξύ]] τών κατοικίδιων σκύλων και άγριων σαρκοφάγων ζώων με [[δάγκωμα]]<br /><b>2.</b> παράφορη [[οργή]], ακατάσχετη [[μανία]] (α. «μού επιτέθηκε με [[λύσσα]]» β. «λύσσαν τε καὶ ματαίους ἐκ νυκτῶν φόβους κινεῑν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «[[λύσσα]] δὲ oἱ κῆρ [[αἰέν]] ἔχε κρατερή», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φανατισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για χαρακτηρισμό φαγητού) πολύ αλμυρό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κάθε]] υπερβολικό [[πάθος]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκφυση]] [[κάτω]] από την [[γλώσσα]] τών σκύλων, την οποία αφαιρούσαν [[γιατί]] πίστευαν ότι από αυτήν προερχόταν η [[νόσος]] [[λύσσα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Λύσσα</i><br />[[προσωποποίηση]] της μανίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λύσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>λυκ</i>-<i>jα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλῶσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>γλωχ</i>-<i>jα</i>) [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] [[είναι]] παράγωγο του θέματος της λ. [[λύκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[λύκος]]) και θεωρείται η τυπική [[ασθένεια]] του λύκου. Ορισμένοι [[μάλιστα]] εκλαμβάνουν τη λ. ως θηλυκό του [[λύκος]] και τήν ερμηνεύουν «[[λύκαινα]]», συνδέοντάς την με αρχ. ινδ. <i>vrk</i><i>ī</i>-. Ωστόσο, πρόκειται [[μάλλον]] για αφηρημένο ουσιαστικό ή για όνομα που δηλώνει τον δράστη ενέργειας (<b>[[πρβλ]].</b> [[φύζα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η [[λύσσα]] θεωρείται «ο [[δαίμων]] που μπορεί να μεταμορφώσει τον [[σκύλο]] σε λύκο». Άλλοι, [[τέλος]], συνδέουν τη λ. με τη [[φράση]] και τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>λευκαὶ [[φρένες]]<br />μαινόμεναι, λαμπραί», «[[λυκεῖον]]<br />φοβερόν» και το ρ. «<i>ἀλύσσειν</i><br />τρέμειν», [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>ruc</i>- «φως» και όλη τη λεξιλογική [[ομάδα]] του [[λευκός]], από το [[γεγονός]] ότι η [[λύσσα]] κάνει τα μάτια να λάμπουν, να σπινθηροβολούν —απόψεις όμως που [[είναι]] ελάχιστα πιθανές.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λυσσαλέος]], [[λυσσώ]] (I), [[λυσσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυσσαίνω]], [[λυσσάς]], [[λυσσηδόν]], [[λυσσήεις]], [[λυσσήρης]], [[λυσσώ]] (II)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λυσσητήρ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυσσάγρα]], [[λυσσάριος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυσσάζω]], [[λυσσάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυσσιακό]], [[λυσσικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λυσσόδηκτος]], [[λυσσομανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυσσοδίωκτος]], [[λυσσοφόρος]], [[λυσσώπις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυσσόγερος]], [[λυσσοδάκτης]], <i>λυσσομάμουδο</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυσσομαχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυσσιατρείο]], [[λυσσίατρος]], [[λυσσοφοβία]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άλυσσος]], [[κυνόλυσσος]]. | |||
}} | }} |