Anonymous

μαγευτής: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_19)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰγευτής''': -οῦ, ὁ, = μάγος, Δίων Κ. 52. 36· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 316.
|lstext='''μᾰγευτής''': -οῦ, ὁ, = μάγος, Δίων Κ. 52. 36· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 316.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM [[μαγευτής]], θηλ. μαγεύτρια) [[μαγεύω]]<br />[[μάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> [[μαγικός]]<br /><b>2.</b> [[θελκτικός]], [[συναρπαστικός]] («η μαγεύτρα [[φύση]]»).
}}
}}