Anonymous

μαζοποιός: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαζοποιός''': -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.
|lstext='''μαζοποιός''': -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μαζοποιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] που ζυμώνει ψωμιά<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μᾶζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
}}
}}