Anonymous

μακαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
23
(T22)
(23)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=Attic [[future]] μακαριω (cf. Buttmann, 37 (32)); ([[μακάριος]]); from [[Homer]] [[down]]; the Sept. for אֵשֵּׁר; to [[pronounce]] [[blessed]]: τινα, Vulg. beatifico).
|txtha=Attic [[future]] μακαριω (cf. Buttmann, 37 (32)); ([[μακάριος]]); from [[Homer]] [[down]]; the Sept. for אֵשֵּׁר; to [[pronounce]] [[blessed]]: τινα, Vulg. beatifico).
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[μακαρίζω]]) [[μάκαρ]]<br />[[θεωρώ]] ή [[ονομάζω]] κάποιον μακάριο ή ευλογημένο, [[ευδαιμονίζω]], [[καλοτυχίζω]] («ἐνταῡθα Ξέρξης ἑωυτὸν ἐμακάρισε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» — μη σπεύδεις να μακαρίσεις κανέναν [[προτού]] [[δεις]] το [[τέλος]] του, μια ευτυχισμένη ζωή μπορεί να έχει άσχημο [[τέλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον θεό) [[παρέχω]] μεταθανάτια [[μακαριότητα]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με νεκρό) [[εύχομαι]] την [[ανάπαυση]] της ψυχής, [[μνημονεύω]]<br /><b>3.</b> [[ευχαριστώ]], [[ευγνωμονώ]].
}}
}}