Anonymous

μακροημερεύω: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_8)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροημερεύω''': ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.
|lstext='''μακροημερεύω''': ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[μακροημερεύω]] [[μακροήμερος]]<br />ζω [[πολλά]] [[χρόνια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[μακροζωία]]<br /><b>2.</b> [[καθυστερώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> παρατείνομαι, [[χρονίζω]].
}}
}}