Anonymous

μάμμος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάμμος''': «[[οἰκέτης]]» Ἡσύχ.
|lstext='''μάμμος''': «[[οἰκέτης]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[μαιευτήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μαμμή]] «[[μαία]]», με [[αλλαγή]] γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].———————— <b>(II)</b><br />[[μάμμος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[οἰκέτης]]».
}}
}}