3,277,381
edits
(6_10) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μανδύα''': ἡ, καὶ μανδύας, ου, καὶ α, ὁ, [[ἐπανωφόριον]] ἐξ ἐρίου, [[ἐφεστρίς]], ὡς ὁ [[φαινόλης]] ([[Πολυδ]]. Ζ΄, 60), λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] Περσική, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1854. 32, Ἡσύχ.· ἐν χρήσει καὶ παρὰ Λιβυρνοῖς, Λιβυρνικῆς [[μίμημα]] μανδύης χιτὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 353, πρβλ. Ἀρετμ. 1. 3, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[Λιβυρνοί]]. | |lstext='''μανδύα''': ἡ, καὶ μανδύας, ου, καὶ α, ὁ, [[ἐπανωφόριον]] ἐξ ἐρίου, [[ἐφεστρίς]], ὡς ὁ [[φαινόλης]] ([[Πολυδ]]. Ζ΄, 60), λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] Περσική, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1854. 32, Ἡσύχ.· ἐν χρήσει καὶ παρὰ Λιβυρνοῖς, Λιβυρνικῆς [[μίμημα]] μανδύης χιτὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 353, πρβλ. Ἀρετμ. 1. 3, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[Λιβυρνοί]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[μαντύα]], η (AM [[μανδύα]], Α και μανδύη)<br />[[μανδύας]], [[επενδύτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) ο [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], η [[χλαίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από τη Λιβυρνική (<i>λιβυρνική μανδύη</i>), ενώ κατ' άλλους [[είναι]] περσικό [[δάνειο]]]. | |||
}} | }} |