Anonymous

μακρόκεντρος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_14)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρόκεντρος''': ὁ ἔχων μακρὸν [[κέντρον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7.
|lstext='''μακρόκεντρος''': ὁ ἔχων μακρὸν [[κέντρον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόκεντρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> (το αρχ. ως ουσ.) <i>ο [[μακρόκεντρος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας braconidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ [[κεντρί]] («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῡτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)<br /><b>2.</b> (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ [[κοτσάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κεντρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομό</i>-<i>κεντρος</i>. Ο [[επιστημονικός]] όοος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>macrocentrus</i>].
}}
}}