Anonymous

μαλακτός: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_11)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαλακτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν [[σίδηρον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.
|lstext='''μαλακτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν [[σίδηρον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλακτός]], -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) [[μαλάσσω]]<br />αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, [[εύπλαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί [[κατεργασία]] με [[σφυρηλάτηση]] ή με [[έλαση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτά</i> (Μ)<br />ήρεμα, με ήπιο τρόπο.
}}
}}