3,270,717
edits
(6_11) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαλακτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν [[σίδηρον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1. | |lstext='''μαλακτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν [[σίδηρον]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλακτός]], -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) [[μαλάσσω]]<br />αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, [[εύπλαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί [[κατεργασία]] με [[σφυρηλάτηση]] ή με [[έλαση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτά</i> (Μ)<br />ήρεμα, με ήπιο τρόπο. | |||
}} | }} |