Anonymous

μαρμαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_2)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαρμᾰρίζω''': [[μαρμαίρω]], Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἡ μαρμαρίζουσα [[πέτρα]], πυριτόλιθος περιέχων χρυσόν, Διόδ. 3. 12· μ. ἄστρα Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 356E, [[ἔνθα]] κακῶς μαρμαρυζόντων.
|lstext='''μαρμᾰρίζω''': [[μαρμαίρω]], Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἡ μαρμαρίζουσα [[πέτρα]], πυριτόλιθος περιέχων χρυσόν, Διόδ. 3. 12· μ. ἄστρα Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 356E, [[ἔνθα]] κακῶς μαρμαρυζόντων.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαρμαρίζω]] (Α) [[μαρμάρεος]] (I)]<br />[[μαρμαίρω]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]].
}}
}}