Anonymous

μάλλωσις: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_10)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάλλωσις''': ἡ, ἡ διὰ μαλλοῦ [[κάλυψις]] πράγματός τινος, ὁ μαλλὸς ὁ καλύπτων τὸ δέρμα κριοῦ, «τῇ χρυσῇ μαλλώσει», περὶ τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 407· ὁ Δουκάγγ. ἀναφέρει καὶ μαλλόω ἐκ τοῦ Εὐστ.
|lstext='''μάλλωσις''': ἡ, ἡ διὰ μαλλοῦ [[κάλυψις]] πράγματός τινος, ὁ μαλλὸς ὁ καλύπτων τὸ δέρμα κριοῦ, «τῇ χρυσῇ μαλλώσει», περὶ τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 407· ὁ Δουκάγγ. ἀναφέρει καὶ μαλλόω ἐκ τοῦ Εὐστ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μάλλωσις]], ἡ (Α) [[μαλλώ]]<br />[[κάλυψη]] ενός αντικειμένου με [[μαλλί]], [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] από [[δέρμα]] που έχει [[μαλλί]] («τῇ χρυσῇ μαλλώσει» — με το χρυσόμαλλο [[δέρας]], Σχόλ. στον <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}