Anonymous

μαστήρ: Difference between revisions

From LSJ
1,149 bytes added ,  29 September 2017
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> qui cherche, qui recherche, gén.;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> magistrat chargé de rechercher et de confisquer les biens des proscrits.<br />'''Étymologie:''' *μάω.
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> qui cherche, qui recherche, gén.;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> magistrat chargé de rechercher et de confisquer les biens des proscrits.<br />'''Étymologie:''' *μάω.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαστήρ]], -ῆρος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που ερευνά, που αναζητά [[κάτι]] ή κάποιον («καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῡ μαστῆρα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ μαστῆρες</i><br />(στην Αθήνα) ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «οἱ τὰ φυγαδευτικὰ χρήματα εἰσπράττοντες, οἱονεὶ ζητηταὶ τῶν φυγαδευτικῶν χρημάτων τῶν ἀειφυγίᾳ φυγαδευθέντων» — οι υπάλληλοι που εισέπρατταν ή μπορούσαν να ενεργήσουν [[κατάσχεση]] τών περιουσιακών στοιχείων εκείνων που χρωστούσαν στο [[δημόσιο]], [[καθώς]] και τών εξορίστων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μασ</i>- του [[μαίομαι]] «[[αναζητώ]], [[ερευνώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>].
}}
}}