3,277,306
edits
(6_7) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαστώδης''': -ες, = [[μαστοειδής]], Γλωσσ. | |lstext='''μαστώδης''': -ες, = [[μαστοειδής]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[μαστώδης]], -ῶδες) [[μαστός]]<br />αυτός που μοιάζει με μαστό [[κατά]] το [[σχήμα]], [[μαστοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς. | |||
}} | }} |