Anonymous

μαλάχιον: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />collier porté par les femmes.<br />'''Étymologie:''' [[μαλάχη]].<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
|btext=ου (τό) :<br />collier porté par les femmes.<br />'''Étymologie:''' [[μαλάχη]].<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλάχιον]] και [[μαλάκιον]] και [[μολόχιον]], τὸ (Α) [[μαλάχη]]<br />γυναικείο [[κόσμημα]] που φοριόταν [[γύρω]] από τον λαιμό, [[περιδέραιο]].
}}
}}