Anonymous

μαρμαρυγώδης: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_7)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαρμᾰρῠγώδης''': -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α.
|lstext='''μαρμᾰρῠγώδης''': -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαρμαρυγώδης]], -ῶδες (Α) [[μαρμαρυγή]]<br />αυτός που φωσφορίζει, που λάμπει, που ακτινοβολεί («μαρμαρυγώδεά σφεων τὰ ὄμματα», Ιπποκρ.).
}}
}}