3,277,637
edits
(6_7) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαρμᾰρῠγώδης''': -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α. | |lstext='''μαρμᾰρῠγώδης''': -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαρμαρυγώδης]], -ῶδες (Α) [[μαρμαρυγή]]<br />αυτός που φωσφορίζει, που λάμπει, που ακτινοβολεί («μαρμαρυγώδεά σφεων τὰ ὄμματα», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |