Anonymous

μεγαλήγορος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_1)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλήγορος''': (ἢ [[κάλλιον]] μεγαληγόρος), ον, ([[ἀγορεύω]]) ὁ μεγαληγορῶν, [[μεγαλορρήμων]], Αἰσχύλ. Θήβ. 565· [[καυχηματίας]], [[κομπορρήμων]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 17· - μεγαλοπρεπὴς ἐν τῷ λόγῳ, [[ἔξοχος]], Λογγῖν. 8. 4. - Ἐπίρρ. μεγαληγόρως, μεγαλορρημόνως, [[Πολυδ]]. Θ΄, 147, κλ.
|lstext='''μεγᾰλήγορος''': (ἢ [[κάλλιον]] μεγαληγόρος), ον, ([[ἀγορεύω]]) ὁ μεγαληγορῶν, [[μεγαλορρήμων]], Αἰσχύλ. Θήβ. 565· [[καυχηματίας]], [[κομπορρήμων]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 17· - μεγαλοπρεπὴς ἐν τῷ λόγῳ, [[ἔξοχος]], Λογγῖν. 8. 4. - Ἐπίρρ. μεγαληγόρως, μεγαλορρημόνως, [[Πολυδ]]. Θ΄, 147, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλήγορος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κομπορρημονεί, [[καυχηματίας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαληγόρως</i> (Α)<br />με [[κομπορρημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ψεδο</i>-<i>ήγορος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}