Anonymous

μεγαλόκολπος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόκολπος''': -ον, ὁ ἔχων μέγαν κόλπον ἢ μεγάλας καὶ βαθείας πτυχὰς (ἐν τῷ ἱματίῳ), Νυκτὸς μεγαλοκόλπου Βακχυλ. Ἀποσπ. 31 [40] Βlass, [[ἔνθα]] ἕτεροι μελανοκ-, ἢ μελαγκ-.
|lstext='''μεγᾰλόκολπος''': -ον, ὁ ἔχων μέγαν κόλπον ἢ μεγάλας καὶ βαθείας πτυχὰς (ἐν τῷ ἱματίῳ), Νυκτὸς μεγαλοκόλπου Βακχυλ. Ἀποσπ. 31 [40] Βlass, [[ἔνθα]] ἕτεροι μελανοκ-, ἢ μελαγκ-.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόκολπος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου το [[ένδυμα]] έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («[[μεγαλόκολπος]] Νύξ», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>κολπος</i>, <i>ευρύ</i>-<i>κολπος</i>)].
}}
}}