Anonymous

μεγαλόκαυλος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόκαυλος''': -ον, ἔχων μέγαν καλόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3.
|lstext='''μεγᾰλόκαυλος''': -ον, ἔχων μέγαν καλόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόκαυλος]], -ον (Α)<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει μεγάλο καυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[καυλός]] «[[μίσχος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βραχύ</i>-<i>καυλος</i>)].
}}
}}