Anonymous

μεγαλοχάσμων: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοχάσμων''': -ον, ὁ [[μεγάλως]] χαίνων, ἔχων τὸ [[στόμα]] [[μεγάλως]] χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.
|lstext='''μεγᾰλοχάσμων''': -ον, ὁ [[μεγάλως]] χαίνων, ἔχων τὸ [[στόμα]] [[μεγάλως]] χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοχάσμων]], -ον (Α)<br />(για το [[ψάρι]] [[χάννος]]) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το [[στόμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χασμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάσμα]])].
}}
}}