Anonymous

μελαμβαθής: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />noir et profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[βάθος]].
|btext=ής, ές :<br />noir et profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[βάθος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαμβαθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[βάθος]], αυτός που φαίνεται πολύ [[σκοτεινός]] λόγω του μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῑο», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχι</i>-<i>βαθής</i>].
}}
}}