Anonymous

μελετητός: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_11)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελετητός''': -ή, -όν, ὃν κτᾶταί τις διὰ μελέτης, ἀσκήσεως, [[ἀρετὴ]] Πλάτ. Κλειτοφ. 407Β.
|lstext='''μελετητός''': -ή, -όν, ὃν κτᾶταί τις διὰ μελέτης, ἀσκήσεως, [[ἀρετὴ]] Πλάτ. Κλειτοφ. 407Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελετητός]], -ή, -όν (Α) [[μελετώ]]<br />αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με την [[άσκηση]] ή τη [[μελέτη]] ή αυτός που μπορεί να τον μάθει [[κανείς]] με την [[άσκηση]] ή τη [[μελέτη]] («εἰ δὲ μελετητόν τε καὶ ἀσκητόν, οἵτινες ἐξασκήσουσι καὶ ἐκμελετήσουσιν ἱκανῶς», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}