Anonymous

μελανονεκυοείμων: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_16)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνονεκυοείμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ φορῶν μαῦρα νεκρικὰ ἱμάτια ἢ σάβανα, κωμ. [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1336.
|lstext='''μελᾰνονεκυοείμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ φορῶν μαῦρα νεκρικὰ ἱμάτια ἢ σάβανα, κωμ. [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1336.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανονεκυοείμων]], -ον (Α)<br />(κωμ. λ. του <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που [[φορά]] μαύρα, πένθιμα ρούχα ή σάβανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>νεκυο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]], -<i>υος</i>, «[[πτώμα]], [[νεκρός]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εἶμα</i> «[[ένδυμα]]»)].
}}
}}