3,274,246
edits
(T22) |
(24) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μέλιτος, τό, the Sept. for דְּבַשׁ (from [[Homer]] [[down]]). [[honey]]: ἄγριον ([[which]] [[see]]), Mark 1:6. | |txtha=μέλιτος, τό, the Sept. for דְּבַשׁ (from [[Homer]] [[down]]). [[honey]]: ἄγριον ([[which]] [[see]]), Mark 1:6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (ΑM [[μέλι]])<br /><b>1.</b> υγρή [[ιξώδης]] [[τροφή]] με γλυκιά [[γεύση]] και σκοτεινόχρυσο [[χρώμα]] που παράγεται στον πρόλοβο διαφόρων [[μελισσών]] από το [[νέκταρ]] τών ανθέων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο [[είναι]] [[πάρα]] πολύ ευχάριστο («τά κρίματα κυρίου... γλυκύτερα [[ὑπὲρ]] [[μέλι]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ευχάριστης ομιλίας, ευφράδειας ή ευγλωττίας (α. «θαρρείς [[μέλι]] στάζει το [[στόμα]] του» β. «τα χείλη του [[μέλι]] κυματούν», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «Σοφοκλέους τοῡ μέλιτι κεχριμένου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> (για [[φρούτο]]) πολύ [[γλυκό]] (α. «[[σύκο]] [[μέλι]]» β. «σταφύλια μέλια»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «όλα [[μέλι]] [[γάλα]]» — λέγεται σε περιπτώσεις συμφιλίωσης [[μετά]] από προηγούμενο διαπληκτισμό ή [[έχθρα]]<br />β) «[[ποτίζω]] κάποιον το [[μέλι]] και το [[γάλα]]» — [[γίνομαι]] [[πηγή]] ευτυχίας για κάποιον<br />γ) «[[ταξίδι]] του μέλιτος» — το [[ταξίδι]] τών νεονύμφων [[αμέσως]] [[μετά]] τον γάμο τους<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «νά 'καναν όλες οι μέλισσες [[μέλι]], θά 'τρωγαν κι οι γύφτοι με τα κουτάλια» [ή «με τα χρυσά πιρούνια»] ή «αν 'κάναν κι οι μπουμπούροι [[μέλι]], θα τρώγανε κι οι κατσιβέλοι» ή «νά 'καναν κι οι μύγες [[μέλι]], [[τρεις]] οκάδες στον [[παρά]]» — [[καθετί]] το εκλεκτό λίγοι το δημιουργούν και λίγοι το απολαμβάνουν<br />β) «[[αγάλι]]' αγάλια γίνεται η [[αγουρίδα]] [[μέλι]]» — λέγεται στις περιπτώσεις που [[καθετί]] μπορεί να πραγματοποιηθεί με [[υπομονή]] και [[μετά]] από χρόνο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ρέει [[μέλι]] και [[γάλα]]» — λέγεται για τους τόπους που [[είναι]] πολύ πλούσιοι και εύφοροι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Αίγυπτο) γλυκιά ύλη που παράγεται από το [[βράσιμο]] τών καρπών [[φοινικιάς]]<br /><b>2.</b> [[γλυκό]] [[κόμμι]] που συλλέγεται από ορισμένα δέντρα<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «μέλιτος [[μυελός]], ἐπὶ τῶν [[ἄγαν]] ἡδέων»<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «[[μήτε]] μοι [[μέλι]], [[μήτε]] [[μέλισσα]]» — ας μού λείπει κι αυτός και το καλό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέλι]], -<i>ιτος</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meli</i>-<i>t</i> «[[μέλι]]» και αντιστοιχεί ακριβώς σε χεττιτ. <i>milit</i>=<i>melit</i><br />συνδέεται [[επίσης]] με γοτθ. <i>milip</i>, αλβ. <i>mjalte</i>, αρχ. ιρλδ. <i>mil</i> και αρμ. <i>melr</i>, <i>melu</i>, του οποίου η γενική [[είναι]] επηρεασμένη από το θ. σε -<i>u</i> του άλλου ΙΕ προσηγορικού με σημ. «[[μέλι]]» <i>medhu</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μέθυ]]). Το λατ. <i>mel</i>, <i>mellis</i>, αντίθετα, εξαιτίας του [[διπλού]] -<i>l</i>- της γενικής έχει αναχθεί [[μάλλον]] σε [[ρίζα]] <i>meln</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[μείλιχος]]). Ο τ. [[μέλι]] μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>meri</i>, [[καθώς]] και στα παράγωγα <i>meritijo</i>, <i>meriteu</i>. Η λ. συνδέεται, [[τέλος]], με το ρ. [[βλίττω]] και εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια <i>Μελίτων</i>, <i>Μελιτώ</i>, <i>Μελιτίνη</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[μέλισσα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>Μέλισσα</i>, [[μελιτώδης]], [[μελιχρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελίδειον]], [[μελίτεια]], [[μελίτειον]], [[μελιτηρός]], [[μελιτισμός]], [[μελιτίτης]], [[μελιτόν]], [[μελιτώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μελίτινος]], [[μελιτόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μελάς]], [[μελάτος]], [[μελένιος]], [[μελής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελιγηθής]], [[μελίθρεπτος]], [[μελίλωτο]], [[μελίπηκτο]], [[μελίρρυτος]], [[μελισταγής]], [[μελίφθογγος]], [[μελιφόρος]], [[μελίχρους]], [[μελίχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελιανθής]], [[μελιβόας]], [[μελίβρομος]], [[μελίγδουπος]], [[μελιγενέτωρ]], [[μελίγηρυς]], [[μελίγληνος]], [[μελίγλωσσος]], [[μελίεφθος]], [[μελίζωμον]], [[μελίζωρος]], [[μελιηδής]], [[μελίθροος]], [[μελίκηρος]], [[μελίκομπος]], [[μελικράς]], [[μελιουργός]], [[μελιούχος]], [[μελίπαις]], [[μελιπήκτης]], [[μελίπνοος]], [[μελιπτέρωτος]], [[μελίπτορθος]], [[μελιρραθάμιγξ]], [[μελίρροθος]], [[μελίρροος]], [[μελίσπονδα]], [[μελιτερπής]], [[μελιτοειδής]], [[μελιτοποιός]], [[μελιτοπώλης]], [[μελίφθεγκτος]], [[μελίφρων]], [[μελίφυρτος]], [[μελίφωνος]], [[μελίχλωρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μελίκρατος]], [[μελίμηλον]], [[μελίστακτος]], [[μελιτουργώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελιγράφος]], [[μελιτόβρυτος]], [[μελιτοτρόφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μελιτογόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μελικηρίδιο]], [[μελιστάλαχτος]], <i>μελιτοεξαγωγεύς</i>, [[μελιτοεξαγωγή]], [[μελιτόφιλος]], [[μελιφάγος]], [[μελίχρωμος]], [[μελομακάρονο]], <i>μελόπιτ</i>(<i>τ</i>)<i>α</i>. (Β' συνθετικό) [[ροδόμελι]], [[υδρόμελι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αερόμελι</i>, [[απόμελι]], [[αρτόμελι]], [[δροσόμελι]], <i>ελαιόμελι</i>, [[ευκρατόμελι]], [[ηδύμελι]], [[θαλασσόμελι]], [[κηρόμελι]], [[κυδωνόμελι]], [[μηλόμελι]], [[οινόμελι]], [[ομφακόμελι]], [[οξύμελι]], [[ορρόμελι]], [[τηλόμελι]], [[φακόμελι]], [[χιονόμελι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριόμελι</i>, [[μαστιχόμελο]]].———————— <b>(II)</b><br />[[μέλι]], τὸ (Μ)<br />[[μέλος]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον πληθ. του [[μέλος]]/ [[μέλη]], [[νέος]] [[ενικός]] μεταπλασμένος [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ι</i>-]. | |||
}} | }} |