3,277,226
edits
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μειωτικός''': -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, [[ἐλαττωτικός]], ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53. | |lstext='''μειωτικός''': -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, [[ἐλαττωτικός]], ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μειωτικός]], -ή, -όν) [[μειωτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[μείωση]]<br /><b>2.</b> [[ταπεινωτικός]], [[εξευτελιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποβιβάζει [[κάτι]] [[κατά]] την [[περιγραφή]]<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται [[ελάττωση]], [[μείωση]], [[παρακμή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μειωτικώς</i> (Α μειωτικῶς)<br />με μειωτικό τρόπο. | |||
}} | }} |