Anonymous

μέλασμα: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />tache noire.<br />'''Étymologie:''' [[μελαίνω]].
|btext=ατος (τό) :<br />tache noire.<br />'''Étymologie:''' [[μελαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μέλασμα]]) [[μελαίνω]]<br />μαύρη [[χρωστική]] [[ουσία]] για [[βαφή]] τών τριχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μαύρο ή πελιδνό [[στίγμα]] ή [[σημείο]], μελανή [[κηλίδα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μελάσματα</i><br />οι κηλίδες που παρατηρούνται στην [[επιφάνεια]] της σελήνης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μέλασμα]] γραμμοτόκον» — η [[στερεά]] μαύρη [[ουσία]] με την οποία γράφει το [[μολύβι]], μαύρο [[μολυβδοκόνδυλο]].
}}
}}