Anonymous

μειδίαμα: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />le sourire.<br />'''Étymologie:''' [[μειδιάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />le sourire.<br />'''Étymologie:''' [[μειδιάω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[μειδίασμα]], το (ΑM [[μειδίαμα]], Α και [[μειδίασμα]]) [[μειδιώ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μειδιώ]], ελαφρό [[γέλιο]], [[χαμόγελο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ειρωνικό [[χαμόγελο]] («με το [[μειδίαμα]] στα χείλη μέ κοίταξε και έφυγε»).
}}
}}