Anonymous

μελανοσυρμαῖος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνοσυρμαῖος''': -ον, κωμικ. ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 857, [[μετὰ]] διπλῆς σημασίας = ὁ ἔχων μελαίνας συρομένας ἐσθῆτας (σύρματα), καὶ ὁ λαμβάνων συχνὰ καθάρσια ἐκ μαύρης τινὸς ῥαφανῖδος (συρμαίας), πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[μελανόζυξ]].
|lstext='''μελᾰνοσυρμαῖος''': -ον, κωμικ. ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 857, [[μετὰ]] διπλῆς σημασίας = ὁ ἔχων μελαίνας συρομένας ἐσθῆτας (σύρματα), καὶ ὁ λαμβάνων συχνὰ καθάρσια ἐκ μαύρης τινὸς ῥαφανῖδος (συρμαίας), πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[μελανόζυξ]].
}}
{{grml
|mltxt=μελανοσυρμαῑος -ον (Α)<br />(κωμικό [[επίθετο]] του <b>Αριστοφ.</b> για τους Αιγυπτίους) (με [[διπλή]] [[σημασία]]) αυτός που [[φορά]] μαύρη [[εσθήτα]] η οποία σέρνεται στο [[έδαφος]] και αυτός που πίνει [[συχνά]] [[συρμαία]], δηλ. καθάρσιο από ένα [[είδος]] μαύρου ραπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[συρμαία]] (<span style="color: red;"><</span> [[συρμός]])].
}}
}}