3,277,402
edits
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεριμνητικός''': -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ [[ἔμφροντις]] [[περί]] τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111. | |lstext='''μεριμνητικός''': -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ [[ἔμφροντις]] [[περί]] τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεριμνητικός]], -ή, -όν (Α) [[μεριμνητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες<br /><b>3.</b> [[προσεκτικός]]. | |||
}} | }} |