Anonymous

μένανδρος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_10)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μένανδρος''': ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ [[Διονύσιον]] τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.
|lstext='''μένανδρος''': ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ [[Διονύσιον]] τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.
}}
{{grml
|mltxt=[[μένανδρος]], ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτή που περιμένει άνδρα («μένανδρον παρθένον», Διον. Τραγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λείψ</i>-<i>ανδρος</i>, <i>μίσ</i>-<i>ανδρος</i>].
}}
}}