Anonymous

μενεφύλοπις: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μενεφύλοπις''': [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = [[μενεπτόλεμος]], Ἀνθ. Π. 6. 84.
|lstext='''μενεφύλοπις''': [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = [[μενεπτόλεμος]], Ἀνθ. Π. 6. 84.
}}
{{grml
|mltxt=[[μενεφύλοπις]], -ιος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο [[καρτερικός]] στη [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[φύλοπις]] «[[μάχη]], [[κραυγή]] μάχης»].
}}
}}