Anonymous

μεσαύχην: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_6)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσαύχην''': -ενος, ὁ, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ [[μέσον]] τοῦ αὐχένος, μεσαύχενας νέκυας, κωμικῶς ἐπὶ τῶν οἰνοφόρων ἀσκῶν, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 648) παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ μνημονεύει καὶ ἑτέρας γραφῆς: δεσαύχενας, ὡς καὶ Φώτ.· ὁ δὲ [[Πολυδ]]. Β΄, 135 ἔχει βυσαύχενας· ἴδε Dind. ἐν τόπῳ.
|lstext='''μεσαύχην''': -ενος, ὁ, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ [[μέσον]] τοῦ αὐχένος, μεσαύχενας νέκυας, κωμικῶς ἐπὶ τῶν οἰνοφόρων ἀσκῶν, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 648) παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ μνημονεύει καὶ ἑτέρας γραφῆς: δεσαύχενας, ὡς καὶ Φώτ.· ὁ δὲ [[Πολυδ]]. Β΄, 135 ἔχει βυσαύχενας· ἴδε Dind. ἐν τόπῳ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσαύχην]], -ενος, ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δεμένος στο [[μέσο]] του αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μέσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρατερ</i>-<i>αύχην</i>, <i>σκληρ</i>-<i>αύχην</i>)].
}}
}}