Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεριστός: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> partagé, divisé;<br /><b>2</b> qu’on peut partager, divisible.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> partagé, divisé;<br /><b>2</b> qu’on peut partager, divisible.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεριστός]], -ή, -όν) [[μερίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε [[διαίρεση]], [[διαιρετός]] («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ [[ἀμερής]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μεριστὴ [[δημιουργία]]» — η επιμέρους [[δημιουργία]], τα [[καθέκαστα]] της δημιουργίας<br />β) «[[μεριστός]] [[λόγος]]» — [[λόγος]] που έχει τις απαραίτητες διακρίσεις του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεριστῶς</i> (ΑM)<br />με διαιρετό τρόπο.
}}
}}