Anonymous

μενέδουπος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μενέδουπος''': -ον, [[καρτερικός]], ὑπομένων ἀταράχως τὸν θόρυβον τῆς μάχης, Ὀρφ. Ἀργ. 537.
|lstext='''μενέδουπος''': -ον, [[καρτερικός]], ὑπομένων ἀταράχως τὸν θόρυβον τῆς μάχης, Ὀρφ. Ἀργ. 537.
}}
{{grml
|mltxt=[[μενέδουπος]], -ον (Α)<br />αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i> (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>δοῡπος</i> «[[θόρυβος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρμασί</i>-<i>δουπος</i>, <i>ασπιδό</i>-<i>δουπος</i>)].
}}
}}