3,277,050
edits
(6_11) |
(24) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεριμνηματικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6. | |lstext='''μεριμνηματικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεριμνηματικός]], -ή, -όν (Α) [[μερίμνημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[μέριμνα]], [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.). | |||
}} | }} |