Anonymous

μεριμνηματικός: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_11)
(24)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεριμνηματικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.
|lstext='''μεριμνηματικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεριμνηματικός]], -ή, -όν (Α) [[μερίμνημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[μέριμνα]], [[ανησυχία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.).
}}
}}