Anonymous

μεταβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=transporter, conduire, amener : ἐπιβάτας [[εἰς]] ναῦν XÉN des passagers dans un navire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[βιβάζω]].
|btext=transporter, conduire, amener : ἐπιβάτας [[εἰς]] ναῦν XÉN des passagers dans un navire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[βιβάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μεταβιβάζω]]) [[βιβάζω]]<br />[[μεταφέρω]] ή [[κάνω]] να μεταφερθεί [[κάτι]] σε [[άλλο]] [[μέρος]] (α. «το [[πλοίο]] θα μεταβιβάσει τα εμπορεύματα στους σεισμοπαθείς» β. «μεταβιβάσομεν τὸν λόγον ἐπὶ τὰς Ἡρακλέους πράξεις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβιβάζω]] («θα του μεταβιβάσω τους χαιρετισμούς σου»)<br /><b>1.</b> [[εκχωρώ]] δικαίωμά μου σε κάποιον («[[μεταβιβάζω]] [[γραμμάτιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να αλλάξει [[θέση]] ή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[μεταθέτω]]<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> [[μεταβάλλω]] την [[πορεία]] ή το [[σχήμα]] ενός λογικού επιχειρήματος ή συλλογισμού<br /><b>4.</b> [[παρασύρω]]<br /><b>5.</b> [[μεταφράζω]] από μια [[γλώσσα]] σε [[άλλη]] («εἰς τὴν ἑλληνικὴν διάλεκτον μεταβιβαζόμενος», Διον. Αλ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[δαίμων]] εἰς ἀγαθά μεταβιβάζει» — ο [[θεός]] μάς οδηγεί [[προς]] το καλό, μάς [[πάει]] στο καλύτερο (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}