Anonymous

μεταμείβω: Difference between revisions

From LSJ
25
(SL_2)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μετᾰμείβω</b> med., intrans., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων [[Peleus]] and Kadmos (P. 3.96) μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (N. 10.55)
|sltr=<b>μετᾰμείβω</b> med., intrans., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[change]] ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων [[Peleus]] and Kadmos (P. 3.96) μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (N. 10.55)
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταμείβω]], δωρ. τ. [[πεδαμείβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]] («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», <b>Πινδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] τη [[μορφή]], [[μεταμορφώνω]] («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.)<br /><b>3.</b> [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταμείβομαι</i><br />[[μεταβάλλω]] [[κατάσταση]] απαλλασσόμενος από [[κάτι]] («ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμείβω]] «[[ανταλλάσσω]]»].
}}
}}