Anonymous

μετάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_13a)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάκειμαι''': μέλλ. -κείσομαι, ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[μετατίθημι]], μετατίθεμαι, Πλάτ. Κρατ. 394Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 11, Διον. Ἁλ. 2. 14. 2) ἐν τῇ ῥητορικῇ ἐπὶ μεταφορῶν, μετατίθεμαι ἔκ τινος πράγματος εἰς [[ἄλλο]], εἰσάγομαι, «ἐγέλα που [[ῥόδον]] ἡδύχρουν, ἥ τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, [[πάνυ]] μετάκειται ἀπρεπῶς» Δημήτρ. Φαληρ. 188 (ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 84).
|lstext='''μετάκειμαι''': μέλλ. -κείσομαι, ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[μετατίθημι]], μετατίθεμαι, Πλάτ. Κρατ. 394Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 11, Διον. Ἁλ. 2. 14. 2) ἐν τῇ ῥητορικῇ ἐπὶ μεταφορῶν, μετατίθεμαι ἔκ τινος πράγματος εἰς [[ἄλλο]], εἰσάγομαι, «ἐγέλα που [[ῥόδον]] ἡδύχρουν, ἥ τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, [[πάνυ]] μετάκειται ἀπρεπῶς» Δημήτρ. Φαληρ. 188 (ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 84).
}}
{{grml
|mltxt=[[μετάκειμαι]] (Α) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος [[αλλού]], [[κείμαι]] σε [[άλλο]] [[μέρος]] («εἴ τι πρόσκειται [[γράμμα]] ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] αλλαγμένος, έχω υποστεί [[μεταβολή]] («ἐφ' ἡμῶν μετάκειται τὸ [[ἔθος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια [[έννοια]] σε [[άλλη]], [[κάνω]] [[μεταφορά]] («[[ἐγέλα]] που [[ῥόδον]] ἡδύχρουν, ἤ, τε γὰρ μεταφορὰ ἡ [[ἐγέλα]], [[πάνυ]] μετάκειται ἀπρεπῶς», Δημήτρ.).
}}
}}