3,274,917
edits
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=changer la mesure <i>ou</i> la forme, transformer, acc. ; <i>particul.</i> réformer, améliorer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥυθμίζω]]. | |btext=changer la mesure <i>ou</i> la forme, transformer, acc. ; <i>particul.</i> réformer, améliorer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥυθμίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[μεταρρυθμίζω]])<br />[[μεταβάλλω]] τον ρυθμό, τη [[μορφή]], το [[σχήμα]] ή την [[τάξη]], [[μετασχηματίζω]], [[τροποποιώ]], [[αναπλάθω]], [[αναδιοργανώνω]], [[αναμορφώνω]] (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες [[σφέων]] ὀλίγα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[μεταρρυθμίζω]] την [[επίπλωση]] του διαμερίσματός μου» γ. «μεταρρύθμισε το [[σύστημα]] της παιδείας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διορθώνω]], [[επανορθώνω]]<br /><b>2.</b> [[δίδω]] σε [[κάτι]] διαφορετικό [[σχήμα]] ή [[μορφή]] («τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῡλον μετερρυθμίζετο ἀντὶ τριχῶν, πτερὰ φύον», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |