Anonymous

μεταρρυθμίζω: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=changer la mesure <i>ou</i> la forme, transformer, acc. ; <i>particul.</i> réformer, améliorer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥυθμίζω]].
|btext=changer la mesure <i>ou</i> la forme, transformer, acc. ; <i>particul.</i> réformer, améliorer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥυθμίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μεταρρυθμίζω]])<br />[[μεταβάλλω]] τον ρυθμό, τη [[μορφή]], το [[σχήμα]] ή την [[τάξη]], [[μετασχηματίζω]], [[τροποποιώ]], [[αναπλάθω]], [[αναδιοργανώνω]], [[αναμορφώνω]] (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες [[σφέων]] ὀλίγα», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[μεταρρυθμίζω]] την [[επίπλωση]] του διαμερίσματός μου» γ. «μεταρρύθμισε το [[σύστημα]] της παιδείας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διορθώνω]], [[επανορθώνω]]<br /><b>2.</b> [[δίδω]] σε [[κάτι]] διαφορετικό [[σχήμα]] ή [[μορφή]] («τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῡλον μετερρυθμίζετο ἀντὶ τριχῶν, πτερὰ φύον», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}