Anonymous

μεταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> μετέπεσον;<br />tomber d’un autre côté ; se renverser, se retourner :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> τὸ [[εἶδος]] HDT changer de forme ; [[ἐς]] [[ὄρνεον]] [[ἐκ]] γυναικός LUC être changée de femme en oiseau;<br /><b>2</b> <i>particul. en mauv. part</i> tomber dans une situation moindre, dégénérer ; <i>abs.</i> s’écrouler, être renversé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πίπτω]].
|btext=<i>f.</i> μεταπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> μετέπεσον;<br />tomber d’un autre côté ; se renverser, se retourner :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> τὸ [[εἶδος]] HDT changer de forme ; [[ἐς]] [[ὄρνεον]] [[ἐκ]] γυναικός LUC être changée de femme en oiseau;<br /><b>2</b> <i>particul. en mauv. part</i> tomber dans une situation moindre, dégénérer ; <i>abs.</i> s’écrouler, être renversé.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πίπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μεταπίπτω]]) [[πίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] με διαφορετικό τρόπο ή σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] απότομα [[θέση]] ή [[κατάσταση]], μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι [[ξαφνικά]] («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ [[εἶδος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις) [[αλλάζω]] [[σημασία]] με την πάροδο του χρόνου («η [[λέξη]] [[ωραίος]] έχει μεταπέσει στη Νέα Ελληνική και [[αντί]] ώριμος σημαίνει όμορφος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], μετακινούμαι<br /><b>2.</b> [[αναχωρώ]]<br /><b>3.</b> παρασύρομαι<br /><b>4.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> ξαναπλαγιάζω<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιέρχομαι]] σε ορισμένη ψυχική [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] απότομα ή [[ξαφνικά]] τη [[γνώμη]] μου («τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα στέργων μετέπεσον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταναστεύω]], [[μετοικώ]]<br /><b>3.</b> (για ψήφο) [[πέφτω]] [[αλλού]] ή [[αλλιώς]] («εἰ [[τριάκοντα]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για περιστάσεις ή καταστάσεις) [[υφίσταμαι]] αλλαγές, μεταβάλλομαι («πῶς δ' οικήσω μεταπίπτοντος δαίμονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[καθεστώς]]) [[υφίσταμαι]] [[μεταβολή]], [[ανατροπή]] («τὰ τῶν τετρακοσίων ἐν ὑστέρω μεταπεσόντα ὑπὸ τοῡ δήμου ἐκακοῡτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αλλάζω]] [[προς]] το χειρότερο, [[χειροτερεύω]], [[ξεπέφτω]]<br /><b>7.</b> [[αλλάζω]] [[προς]] το καλύτερο, [[καλυτερεύω]] («εἰ γὰρ αἰσίως ἔλθοιμεν, ἅ τε νῷν συμβόλαια [[πρόσθεν]] ἦν ἐς παῑδα τὸν σόν, μεταπέσοι βελτίονα», <b>Ευρ.</b>)<br />β. (<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>9.</b> μεταβιβάζομαι με [[διάταξη]] του νόμου<br /><b>10.</b> (με γεν.) [[αποτυγχάνω]] («εἰ... ἡ [[γνῶσις]], τοῡ [[γνῶσις]] [[εἶναι]] μὴ μεταπίπτει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «μεταπίπτοντες λόγοι» — ψευδείς συλλογισμοί που προκύπτουν από την [[αλλαγή]] της σημασίας τών όρων<br /><b>12.</b> <b>παροιμ.</b> «ὡς τὸ [[ὄστρακον]] ἔπεσεν ἀντιστρόφως» — λεγόταν σε περιπτώσεις αιφνίδιας μεταβολής.
}}
}}