Anonymous

μεταλλευτής: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />mineur.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />mineur.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μεταλλευτής]]) [[μεταλλεύω]]<br />αυτός που αναζητεί και εξορύσσει [[μετάλλευμα]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταλλουργικός]].
}}
}}